- ἴσχετο
- ἴ̱σχετο , ἴσχωkeep backimperf ind mp 3rd sgἴσχωkeep backimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… … Dictionary of Greek
ἴσχετ' — ἴ̱σχετο , ἴσχω keep back imperf ind mp 3rd sg ἴ̱σχετε , ἴσχω keep back imperf ind act 2nd pl ἴσχετε , ἴσχω keep back pres imperat act 2nd pl ἴσχετε , ἴσχω keep back pres ind act 2nd pl ἴσχεται , ἴσχω keep back pres ind mp 3rd sg ἴσχετο , ἴσχω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)